- καθαρουργεῖον
- κᾰθᾰρουργ-<ε>ῖον, τό,A bakery for fine bread, CPR207.12 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθαρουργείον — καθαρουργεῑον και καθαρουργίον, τὸ (Α) [καθαρουργός] πάπ. αρτοπωλείο που παρασκεύαζε εκλεκτό, λευκό άρτο … Dictionary of Greek